μαγευτικός

μαγευτικός
η , ό[ν] очаровательный, волшебный, пленительный, чарующий;

μαγευτική φωνή — чарующий голос;

μαγευτικό θέαμα — волшебное зрелище


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μαγευτικός" в других словарях:

  • μαγευτικός — ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαγευτικός, ή, όν) [μαγεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία ή στους μάγους, μαγικός 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγευτική η τέχνη τής μαγείας, η μαγική τέχνη νεοελλ. αυτός που δίνει ψυχική ευχαρίστηση, θελκτικός,… …   Dictionary of Greek

  • μαγευτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τους μάγους, ο μαγικός: Ήταν ξακουστή για τα μαγευτικά της ξόρκια. 2. γοητευτικός, σαγηνευτικός: Φτάνοντας στην κορυφή του βουνού αντικρίσαμε ένα μαγευτικό τοπίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγευτικοί — μαγευτικός magical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγευτικούς — μαγευτικός magical masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγευτικήν — μαγευτικός magical fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • αυτοθελκτήριος — αὐτοθελκτήριος, ον (Μ) [θελκτήριος] αυτός που είναι κατεξοχήν θελκτικός, μαγευτικός …   Dictionary of Greek

  • γητευτικός — ή, ό γοητευτικός, μαγευτικός …   Dictionary of Greek

  • θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …   Dictionary of Greek

  • μαγικός — ή, ό (AM μαγικός, ή, όν) [μάγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῡσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῡ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη») 3. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγιώνω — (Μ μαγιώνω) [μάγια] μαγεύω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγιωμένος, η, ο αυτός που ασκεί μαγεία γοητεία, μαγευτικός μσν. (η μτχ. παθ παρακμ. ως επίθ.) 1. μαγικός 2. μαγεμένος, αλλοπαρμένος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»